- ξελαρυγγιάζομαι
- надсаживаться, драть горло, кричать во всё горло;
ξελαρυγγιάστηκε να φωνάζει — он надрывался от крика; — он кричал не переставая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξελαρυγγιάστηκε να φωνάζει — он надрывался от крика; — он кричал не переставая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξελαρυγγιάζομαι — ξελαρυγγιάζομαι, ξελαρυγγιάστηκα, (σπάν.) ξελαρυγγιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξελαρυγγίζομαι — και ξελαρυγγιάζομαι κουράζω υπερβολικά τον λάρυγγά μου φωνάζοντας δυνατά και συνεχώς («ξελαρυγγιάστηκα να σέ φωνάζω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.ξ(ε) * + λάρυγγας] … Dictionary of Greek
ξελαρυγγίζομαι — ξελαρυγγίστηκα, ξελαρυγγισμένος, και ξελαρυγγιάζομαι ξελαρυγγιάστηκα, ξελαρυγγιασμένος, βγάζω (κουράζω πολύ) το λαρύγγι μου απ τις φωνές: Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω και δεν ακούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)